ᾀσμάτιον

ᾀσμάτιον
ᾀσμάτιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ασμάτιον — ἀσμάτιον, το (Α) υποκορ. το μικρό, σύντομο άσμα …   Dictionary of Greek

  • ᾀσματίοις — ᾀσμάτιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾀσμάτια — ᾀσμάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… …   Dictionary of Greek

  • Άνθη Ευλαβείας — Μικρή ποιητική συλλογή, που εκδόθηκε το 1708 στη Βενετία με κείμενα των μαθητών του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου. Κύριο θέμα έχουν την Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι γραμμένα στην αρχαία ελληνική, τη λατινική, την ιταλική και τη νέα ελληνική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”